χωριατοπούλα

χωριατοπούλα
η, Ν
βλ. χωριατόπουλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χωριατοπούλα — η θηλ. του χωριατόπουλο, μικρή χωριάτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Όντετς, Κλίφορντ — (Clifford Odets, Φιλαδέλφεια 1906 – Λος Άντζελες 1963). Αμερικανός συγγραφέας, ηθοποιός και σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου. Πρωτοεμφανίστηκε ως ηθοποιός στο Theater Guild –που αργότερα μετονομάστηκε σε Group Theater– και κατόπιν ως …   Dictionary of Greek

  • κολομπίνα — (Colombina). Θεατρικός τύπος, ένα από τα πρόσωπα της Κομέντια ντελ’ άρτε, που μετέπειτα υιοθετήθηκε από το γαλλικό θεάτρο και την παντομίμα. Πρωτοεμφανίστηκε στο πρώτο μισό του 16ου αι. και το όνομά της σημαίνει μικρόπεριστέρι στα ιταλικά. Αρχικά …   Dictionary of Greek

  • χωριατόπουλο — το, θηλ. χωριατοπούλα, Ν χωριατόπαιδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωριάτης + πουλο*] …   Dictionary of Greek

  • Βλαχοπούλου, Ρένα — (Κέρκυρα 1920 –). Ηθοποιός και τραγουδίστρια. Η πιο αγαπημένη Κερκυραία του εγχώριου σινεμά και του θεάτρου ήταν ήδη φτασμένη τραγουδίστρια όταν μπήκε στον κινηματογράφο, που την καθιέρωσε ως την εκρηκτική και γεμάτη διάθεση για ζωή Ρένα της… …   Dictionary of Greek

  • Βώκος, Νικόλαος — (Ύδρα 1861 – Παλαιό Φάληρο 1902). Ζωγράφος. Απόγονος του Ανδρέα Μιαούλη, σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας, όπως ονομαζόταν τότε η σημερινή Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, και συνέχισε στο Μόναχο, με καθηγητές τον Νικόλαο Γύζη, τον Λεφτς και …   Dictionary of Greek

  • Καπράλος, Χρήστος — (Παναιτώλιο Αγρινίου 1909 – Αθήνα 1993). Γλύπτης. Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, με δάσκαλο τον Ουμβέρτο Αργυρό (1929 34) και γλυπτική στο Παρίσι (ακαδημίες Grande Chaumière και Colarossi, 1934 40). Στο Παρίσι εργάστηκε ως… …   Dictionary of Greek

  • Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ …   Dictionary of Greek

  • επαρχιωτόπουλο — το θηλ. ούλα παιδί ή νεαρό άτομο που κατοικεί στην επαρχία ή κατάγεται από εκεί (πρβλ. χωριατόπουλο, χωριατοπούλα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”